- άβιος
- (I)ἄβιος, -ον (Α)1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν ζήσει, να τόν υποστεί, να τόν ανεχθεί2. αυτός που τού λείπουν τα αναγκαία τής ζωής, φτωχός, άπορος3. πιθ. νομάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ-στερ. + βίος].————————(II)ἄβιος, -ον (Α)πλούσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- επιτ. + βίος (= περιουσία)].
Dictionary of Greek. 2013.